1. Συνώνυμα
    • καταστροφικός
    • ολοκληρωτικός
    • αφόρητος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ασήμαντος
    • ελαφρός
    • ανεκτός
    3
  3. Ορισμός
    • Πολύ μεγάλος σε ένταση ή έκταση, που προκαλεί μεγάλη καταστροφή ή θλίψη.
    • Που δείχνει μεγάλη υπεροχή ή διαφορά, τόσο ώστε να μην αφήνει αμφιβολία.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η ομάδα υπέστη μια συντριπτική ήττα στον τελικό.
    • Οι συντριπτικές αποδείξεις έδειξαν την αθωότητά του.
    2