Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συντριπτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
συντηρητικός
-
συνταγματικός
-
συνθετικός
-
συντριβή
-
σκεπτικός
-
συνολικός
-
συντριβεί
)
Συνώνυμα
καταστροφικός
ολοκληρωτικός
αφόρητος
3
Αντώνυμα
ασήμαντος
ελαφρός
ανεκτός
3
Ορισμός
Πολύ μεγάλος σε ένταση ή έκταση, που προκαλεί μεγάλη καταστροφή ή θλίψη.
Που δείχνει μεγάλη υπεροχή ή διαφορά, τόσο ώστε να μην αφήνει αμφιβολία.
2
Παραδείγματα
Η ομάδα υπέστη μια συντριπτική ήττα στον τελικό.
Οι συντριπτικές αποδείξεις έδειξαν την αθωότητά του.
2