Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκληρά (επίρρημα) - (παρόμοια:
σκληρό
-
σκληρός
-
σκληραίνω
-
σκληρότητα
)
Συνώνυμα
δυνατά
έντονα
αποφασιστικά
3
Αντώνυμα
απαλά
ήπια
ασθενικά
3
Ορισμός
Με δύναμη ή ένταση.
Με σοβαρότητα ή αυστηρότητα.
2
Παραδείγματα
Χτύπησε σκληρά το χέρι του στο τραπέζι.
Ο δάσκαλος τους επέπληξε σκληρά για την απροσεξία τους.
2