1. Λέξη
    σκληρά (επίρρημα) - (παρόμοια: σκληρό - σκληρός - σκληραίνω - σκληρότητα)
  2. Συνώνυμα
    • δυνατά
    • έντονα
    • αποφασιστικά
    3
  3. Αντώνυμα
    • απαλά
    • ήπια
    • ασθενικά
    3
  4. Ορισμός
    • Με δύναμη ή ένταση.
    • Με σοβαρότητα ή αυστηρότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Χτύπησε σκληρά το χέρι του στο τραπέζι.
    • Ο δάσκαλος τους επέπληξε σκληρά για την απροσεξία τους.
    2