1. Λέξη
    σκληραίνω (ρήμα) - (παρόμοια: σκληρό - σκληρά - σκληρός)
  2. Συνώνυμα
    • στερεοποιώ
    • σκληρύνω
    • απολιθώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • μαλακώνω
    • απαλύνω
    • ελαττώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι σκληρό ή πιο σκληρό.
    • Γίνομαι σκληρός ή πιο σκληρός.
    • Μεταβάλλω την υφή ή τη σύσταση ενός υλικού προς το σκληρότερο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ήλιος σκληραίνει τον πηλό.
    • Η ηλικία σκληραίνει τις καρδιές των ανθρώπων.
    • Οι συνθήκες εργασίας σκληραίνουν το χαρακτήρα του.
    3