Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκληραίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
σκληρό
-
σκληρά
-
σκληρός
)
Συνώνυμα
στερεοποιώ
σκληρύνω
απολιθώνω
3
Αντώνυμα
μαλακώνω
απαλύνω
ελαττώνω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι σκληρό ή πιο σκληρό.
Γίνομαι σκληρός ή πιο σκληρός.
Μεταβάλλω την υφή ή τη σύσταση ενός υλικού προς το σκληρότερο.
3
Παραδείγματα
Ο ήλιος σκληραίνει τον πηλό.
Η ηλικία σκληραίνει τις καρδιές των ανθρώπων.
Οι συνθήκες εργασίας σκληραίνουν το χαρακτήρα του.
3