Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκληρό (επίθετο) - (παρόμοια:
σκληρός
-
σκληρά
-
σκληρότητα
-
σκληραίνω
)
Συνώνυμα
δύσκολος
αποφασιστικός
ανένδοτος
3
Αντώνυμα
μαλακός
εύκαμπτος
ευέλικτος
3
Ορισμός
Που δεν εύκολα υποκύπτει ή παραμορφώνεται.
Που χαρακτηρίζεται από αυστηρότητα ή αδιαλλαξία.
Που απαιτεί μεγάλη προσπάθεια ή αντοχή.
3
Παραδείγματα
Το ξύλο ήταν πολύ σκληρό και δεν έσπασε εύκολα.
Ο δάσκαλος ήταν σκληρός με τους μαθητές του.
Η δουλειά ήταν σκληρή, αλλά τελικά τα καταφέραμε.
3