1. Λέξη
    σκληρό (επίθετο) - (παρόμοια: σκληρός - σκληρά - σκληρότητα - σκληραίνω)
  2. Συνώνυμα
    • δύσκολος
    • αποφασιστικός
    • ανένδοτος
    3
  3. Αντώνυμα
    • μαλακός
    • εύκαμπτος
    • ευέλικτος
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν εύκολα υποκύπτει ή παραμορφώνεται.
    • Που χαρακτηρίζεται από αυστηρότητα ή αδιαλλαξία.
    • Που απαιτεί μεγάλη προσπάθεια ή αντοχή.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το ξύλο ήταν πολύ σκληρό και δεν έσπασε εύκολα.
    • Ο δάσκαλος ήταν σκληρός με τους μαθητές του.
    • Η δουλειά ήταν σκληρή, αλλά τελικά τα καταφέραμε.
    3