1. Λέξη
    σκοπευτήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σκοπευτής - θεραπευτήριο - μαιευτήριο)
  2. Συνώνυμα
    • στόχος
    • στόχαστρο
    • στόχος βολής
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ο χώρος ή η εγκατάσταση όπου γίνεται η εξάσκηση στη σκοποβολή.
    • Το σημείο ή η περιοχή όπου στρέφεται η προσοχή ή οι προσπάθειες κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το σκοπευτήριο του συλλόγου είναι εξοπλισμένο με σύγχρονα μέσα ασφαλείας.
    • Η νέα επιχείρησή του είναι το σκοπευτήριό του για τους επόμενους μήνες.
    2