Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκοπευτήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σκοπευτής
-
θεραπευτήριο
-
μαιευτήριο
)
Συνώνυμα
στόχος
στόχαστρο
στόχος βολής
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ο χώρος ή η εγκατάσταση όπου γίνεται η εξάσκηση στη σκοποβολή.
Το σημείο ή η περιοχή όπου στρέφεται η προσοχή ή οι προσπάθειες κάποιου.
2
Παραδείγματα
Το σκοπευτήριο του συλλόγου είναι εξοπλισμένο με σύγχρονα μέσα ασφαλείας.
Η νέα επιχείρησή του είναι το σκοπευτήριό του για τους επόμενους μήνες.
2