Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκοπευτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σκοπευτήριο
-
σκοπεύω
)
Συνώνυμα
στρατιώτης
βολής
σκοπευτής
3
Αντώνυμα
αθώος
αμέτοχος
2
Ορισμός
Πρόσωπο που χρησιμοποιεί όπλο για να πυροβολήσει έναν στόχο.
Πρόσωπο που ειδικεύεται στην ακριβή βολή με όπλο.
2
Παραδείγματα
Ο σκοπευτής έριξε με ακρίβεια τον στόχο από μεγάλη απόσταση.
Ο σκοπευτής χρησιμοποιούσε ένα ειδικό όπλο για τις αποστολές του.
2