1. Λέξη
    σκοπευτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σκοπευτήριο - σκοπεύω)
  2. Συνώνυμα
    • στρατιώτης
    • βολής
    • σκοπευτής
    3
  3. Αντώνυμα
    • αθώος
    • αμέτοχος
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που χρησιμοποιεί όπλο για να πυροβολήσει έναν στόχο.
    • Πρόσωπο που ειδικεύεται στην ακριβή βολή με όπλο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο σκοπευτής έριξε με ακρίβεια τον στόχο από μεγάλη απόσταση.
    • Ο σκοπευτής χρησιμοποιούσε ένα ειδικό όπλο για τις αποστολές του.
    2