1. Λέξη
    θεραπευτήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: θεραπευτής - θεραπευτικός - σκοπευτήριο - θεραπεύω - θεραπεία)
  2. Συνώνυμα
    • ιατρείο
    • κλινική
    • νοσοκομείο
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ένα μέρος όπου παρέχεται ιατρική περίθαλψη και θεραπεία.
    • Ένας χώρος ειδικά διαμορφωμένος για την ανάρρωση ασθενών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το θεραπευτήριο ήταν γεμάτο ασθενείς που περίμεναν τη σειρά τους.
    • Μετά την επέμβαση, μεταφέρθηκε σε ένα εξειδικευμένο θεραπευτήριο για αποκατάσταση.
    2