Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκοπεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
κατασκοπεύω
-
σκοπευτής
-
σκοπιά
-
σκοπός
)
Συνώνυμα
στοχεύω
προορίζω
επιδιώκω
3
Αντώνυμα
αποφεύγω
αγνοώ
2
Ορισμός
Έχω ως στόχο ή σκοπό να πετύχω κάτι.
Προσπαθώ να φτάσω σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα ή να επιτύχω έναν συγκεκριμένο σκοπό.
2
Παραδείγματα
Σκοπεύω να ταξιδέψω στο εξωτερικό το επόμενο καλοκαίρι.
Οι ερευνητές σκοπεύουν να ανακαλύψουν νέες θεραπείες για την ασθένεια.
2