1. Λέξη
    σκοπεύω (ρήμα) - (παρόμοια: κατασκοπεύω - σκοπευτής - σκοπιά - σκοπός)
  2. Συνώνυμα
    • στοχεύω
    • προορίζω
    • επιδιώκω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποφεύγω
    • αγνοώ
    2
  4. Ορισμός
    • Έχω ως στόχο ή σκοπό να πετύχω κάτι.
    • Προσπαθώ να φτάσω σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα ή να επιτύχω έναν συγκεκριμένο σκοπό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Σκοπεύω να ταξιδέψω στο εξωτερικό το επόμενο καλοκαίρι.
    • Οι ερευνητές σκοπεύουν να ανακαλύψουν νέες θεραπείες για την ασθένεια.
    2