Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκοπιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σκοπός
-
σκουριά
-
σκοπεύω
)
Συνώνυμα
θέα
παρατήρηση
επισκόπηση
3
Αντώνυμα
αδιαφορία
αμέλεια
2
Ορισμός
Η θέση από την οποία μπορεί κανείς να παρατηρήσει ή να δει κάτι.
Η δυνατότητα να βλέπει κανείς σε μεγάλη απόσταση.
Η οπτική γωνία ή η άποψη πάνω σε ένα θέμα.
3
Παραδείγματα
Από τη σκοπιά του λόφου μπορούσαμε να δούμε όλη την πόλη.
Η σκοπιά του συγγραφέα για το θέμα ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μου.
Οι τουρίστες ανέβηκαν στη σκοπιά για να απολαύσουν το ηλιοβασίλεμα.
3