Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σοβαρεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
σιγουρεύομαι
-
σοβαρά
)
Συνώνυμα
στερεώνομαι
επιβαρύνομαι
σκυθρωπάζω
3
Αντώνυμα
χαλαρώνω
ανακουφίζομαι
ελαφρύνομαι
3
Ορισμός
Να γίνομαι πιο σοβαρός ή υπαρκτός.
Να παίρνω κάτι πιο στα σοβαρά.
Να γίνομαι πιο βαρύς ή σοβαρός στη συμπεριφορά μου.
3
Παραδείγματα
Αφού του είπαν τα νέα, σοβαρεύτηκε και σταμάτησε να αστειεύεται.
Όταν έμαθε για το πρόβλημα, σοβαρεύτηκε αμέσως.
Μετά την κουβέντα με τον διευθυντή, σοβαρεύτηκε και άρχισε να δουλεύει πιο σοβαρά.
3