1. Λέξη
    σοβαρεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια: σιγουρεύομαι - σοβαρά)
  2. Συνώνυμα
    • στερεώνομαι
    • επιβαρύνομαι
    • σκυθρωπάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • χαλαρώνω
    • ανακουφίζομαι
    • ελαφρύνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να γίνομαι πιο σοβαρός ή υπαρκτός.
    • Να παίρνω κάτι πιο στα σοβαρά.
    • Να γίνομαι πιο βαρύς ή σοβαρός στη συμπεριφορά μου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αφού του είπαν τα νέα, σοβαρεύτηκε και σταμάτησε να αστειεύεται.
    • Όταν έμαθε για το πρόβλημα, σοβαρεύτηκε αμέσως.
    • Μετά την κουβέντα με τον διευθυντή, σοβαρεύτηκε και άρχισε να δουλεύει πιο σοβαρά.
    3