1. Λέξη
    σιγουρεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια: σιγουρεύονται - σιγουρεύω - σιγουρευτώ - σοβαρεύομαι - σιγουριά)
  2. Συνώνυμα
    • βεβαιώνομαι
    • εξασφαλίζομαι
    • διαβεβαιώνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμφιβάλλω
    • αναρωτιέμαι
    • διστάζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να είμαι σίγουρος για κάτι, να έχω βεβαιότητα.
    • Να εξασφαλίζω κάτι με σιγουριά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Σιγουρεύομαι ότι θα έρθει αύριο.
    • Πρέπει να σιγουρευτείς ότι έχεις όλα τα απαραίτητα έγγραφα.
    2