1. Λέξη
    σοβαρολογώ (ρήμα) - (παρόμοια: σοβαρά - σοβαρός)
  2. Συνώνυμα
    • σκωπτώ
    • χλευάζω
    • πείθω με σοβαρολογία
    3
  3. Αντώνυμα
    • μιλώ σοβαρά
    • ειλικρινίζομαι
    2
  4. Ορισμός
    • Μιλώ με τρόπο που δείχνει σοβαρότητα, ενώ στην πραγματικότητα δεν εννοώ αυτό που λέω ή προσπαθώ να πείσω κάποιον με ψεύτικα επιχειρήματα.
    • Χρησιμοποιώ σοβαρή έκφραση ή τόνο για να κάνω πλάκα ή να χλευάσω.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μην τον ακούς, απλώς σοβαρολογεί και δεν εννοεί τίποτα από όσα λέει.
    • Σοβαρολογούσε τόσο καλά που όλοι πίστεψαν ότι μιλούσε σοβαρά.
    2