Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σοβαρολογώ (ρήμα) - (παρόμοια:
σοβαρά
-
σοβαρός
)
Συνώνυμα
σκωπτώ
χλευάζω
πείθω με σοβαρολογία
3
Αντώνυμα
μιλώ σοβαρά
ειλικρινίζομαι
2
Ορισμός
Μιλώ με τρόπο που δείχνει σοβαρότητα, ενώ στην πραγματικότητα δεν εννοώ αυτό που λέω ή προσπαθώ να πείσω κάποιον με ψεύτικα επιχειρήματα.
Χρησιμοποιώ σοβαρή έκφραση ή τόνο για να κάνω πλάκα ή να χλευάσω.
2
Παραδείγματα
Μην τον ακούς, απλώς σοβαρολογεί και δεν εννοεί τίποτα από όσα λέει.
Σοβαρολογούσε τόσο καλά που όλοι πίστεψαν ότι μιλούσε σοβαρά.
2