1. Λέξη
    σοβαρός (επίθετο) - (παρόμοια: σοβαρά - σοβαρότητα - σορός - σοβαρολογώ)
  2. Συνώνυμα
    • έντονος
    • επίσημος
    • βαθύς
    3
  3. Αντώνυμα
    • αστείος
    • επιπόλαιος
    • ελαφρός
    3
  4. Ορισμός
    • που χαρακτηρίζεται από σοβαρότητα ή σημαντικότητα
    • που δεν επιτρέπει την ελαφρότητα ή την αστειολογία
    • που απαιτεί προσοχή και σκέψη
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο πρόεδρος έδωσε μια σοβαρή ομιλία για την οικονομική κρίση.
    • Η κατάσταση της υγείας του είναι πολύ σοβαρή και χρειάζεται άμεση ιατρική βοήθεια.
    • Η σοβαρή έκφραση του δείχνει ότι καταλαβαίνει τη σοβαρότητα του θέματος.
    3