1. Λέξη
    σπείρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πείρα - στείρα)
  2. Συνώνυμα
    • στροβιλισμός
    • δίνη
    • περιδίνηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευθύγραμμη κίνηση
    • γραμμικότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Μια καμπύλη που περιστρέφεται γύρω από ένα σταθερό σημείο, απομακρυνόμενη ή πλησιάζοντάς το συνεχώς.
    • Στην αστρονομία, η τροχιά ενός ουράνιου σώματος που κινείται γύρω από ένα άλλο υπό την επίδραση της βαρύτητας.
    • Στην βιολογία, μια δομή που έχει σχήμα σπείρας, όπως το κέλυφος ορισμένων σαλιγκαριών.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η σπείρα του κελύφους του σαλιγκαριού είναι ένα υπέροχο παράδειγμα φυσικής γεωμετρίας.
    • Ο γαλαξίας μας έχει το σχήμα μιας τεράστιας σπείρας με πολλά βραχίονες.
    • Το χαρτί περιστράφηκε και σχημάτισε μια σπείρα πριν πέσει στο πάτωμα.
    3