1. Λέξη
    στείρα (επίθετο) - (παρόμοια: στείρος - στείρωση - στείλε - σπείρα - στείλω)
  2. Συνώνυμα
    • άγονη
    • ακαρποφόρητη
    2
  3. Αντώνυμα
    • γόνιμη
    • καρποφόρα
    2
  4. Ορισμός
    • που δεν είναι ικανή να παράγει απογόνους ή καρπούς
    • που δεν φέρει καρπούς ή δεν αποδίδει τα αναμενόμενα αποτελέσματα
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η στείρα γυναίκα δεν μπορούσε να αποκτήσει παιδιά.
    • Η στείρα γη δεν έδινε καμία σοδειά.
    2