Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στείρα (επίθετο) - (παρόμοια:
στείρος
-
στείρωση
-
στείλε
-
σπείρα
-
στείλω
)
Συνώνυμα
άγονη
ακαρποφόρητη
2
Αντώνυμα
γόνιμη
καρποφόρα
2
Ορισμός
που δεν είναι ικανή να παράγει απογόνους ή καρπούς
που δεν φέρει καρπούς ή δεν αποδίδει τα αναμενόμενα αποτελέσματα
2
Παραδείγματα
Η στείρα γυναίκα δεν μπορούσε να αποκτήσει παιδιά.
Η στείρα γη δεν έδινε καμία σοδειά.
2