1. Λέξη
    στέκα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: στέκι - στέκομαι)
  2. Συνώνυμα
    • καταφύγιο
    • κατασκήνωση
    • παρέα
    3
  3. Αντώνυμα
    • απομόνωση
    • μοναξιά
    2
  4. Ορισμός
    • Ένας χώρος όπου συγκεντρώνονται άνθρωποι για κοινωνικοποίηση ή προστασία.
    • Μια ομάδα ανθρώπων που συχνά βρίσκονται μαζί.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Συχνάζουμε στην ίδια στέκα κάθε απόγευμα.
    • Η στέκα τους είναι πάντα γεμάτη ζωντάνια.
    2