Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στέκα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στέκι
-
στέκομαι
)
Συνώνυμα
καταφύγιο
κατασκήνωση
παρέα
3
Αντώνυμα
απομόνωση
μοναξιά
2
Ορισμός
Ένας χώρος όπου συγκεντρώνονται άνθρωποι για κοινωνικοποίηση ή προστασία.
Μια ομάδα ανθρώπων που συχνά βρίσκονται μαζί.
2
Παραδείγματα
Συχνάζουμε στην ίδια στέκα κάθε απόγευμα.
Η στέκα τους είναι πάντα γεμάτη ζωντάνια.
2