1. Λέξη
    στέκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: στέκα - στέκομαι)
  2. Συνώνυμα
    • καταφύγιο
    • κρησφύγετο
    • άσυλο
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανοικτός χώρος
    • δημοσιότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Ένας μικρός, συνήθως κρυφός ή προστατευμένος χώρος όπου κάποιος μπορεί να χαλαρώσει ή να κρυφτεί.
    • Ένας χώρος που χρησιμοποιείται για συγκεντρώσεις ή κοινωνικές δραστηριότητες, συχνά με ατμόσφαιρα οικειότητας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το μπαρ αυτό είναι το αγαπημένο μας στέκι κάθε Σαββατοκύριακο.
    • Βρήκαν ένα μικρό στέκι στο δάσος για να κατασκηνώσουν.
    2