Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στέκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στέκα
-
στέκομαι
)
Συνώνυμα
καταφύγιο
κρησφύγετο
άσυλο
3
Αντώνυμα
ανοικτός χώρος
δημοσιότητα
2
Ορισμός
Ένας μικρός, συνήθως κρυφός ή προστατευμένος χώρος όπου κάποιος μπορεί να χαλαρώσει ή να κρυφτεί.
Ένας χώρος που χρησιμοποιείται για συγκεντρώσεις ή κοινωνικές δραστηριότητες, συχνά με ατμόσφαιρα οικειότητας.
2
Παραδείγματα
Το μπαρ αυτό είναι το αγαπημένο μας στέκι κάθε Σαββατοκύριακο.
Βρήκαν ένα μικρό στέκι στο δάσος για να κατασκηνώσουν.
2