Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στέρνο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στέφανο
-
στέρηση
)
Συνώνυμα
θώρακας
μπράτσο
καρδιά
3
Αντώνυμα
πλάτη
ράχη
2
Ορισμός
Το μπροστινό μέρος του ανθρώπινου σώματος μεταξύ του λαιμού και της κοιλιάς.
Το αντίστοιχο τμήμα σε ζώα.
Συμβολικά, το συναίσθημα ή η ψυχή ενός ανθρώπου.
3
Παραδείγματα
Ένιωσε έναν έντονο πόνο στο στήθος του.
Το πουλί είχε φτερά στο στήθος του.
Με όλη του την καρδιά και το στήθος αγωνίστηκε για τη δικαιοσύνη.
3