Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
συστήσω
-
στήση
-
σταματήσω
-
στήσιμο
)
Συνώνυμα
εγκαθιστώ
τοποθετώ
ιδρύω
3
Αντώνυμα
καταλύω
αποσύρω
αφαιρώ
3
Ορισμός
Τοποθετώ κάτι σε κάποια θέση ή θέση.
Ιδρύω ή δημιουργώ κάτι, όπως μια οργάνωση ή ένα σύστημα.
Συγκεντρώνω ή οργανώνω κάτι, όπως μια εκδήλωση ή μια ομάδα.
3
Παραδείγματα
Θα στήσουμε την τέντα στο κάμπινγκ.
Η εταιρεία στήθηκε πριν από δέκα χρόνια.
Στήσαμε μια ομάδα για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα.
3