1. Λέξη
    στήσω (ρήμα) - (παρόμοια: συστήσω - στήση - σταματήσω - στήσιμο)
  2. Συνώνυμα
    • εγκαθιστώ
    • τοποθετώ
    • ιδρύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταλύω
    • αποσύρω
    • αφαιρώ
    3
  4. Ορισμός
    • Τοποθετώ κάτι σε κάποια θέση ή θέση.
    • Ιδρύω ή δημιουργώ κάτι, όπως μια οργάνωση ή ένα σύστημα.
    • Συγκεντρώνω ή οργανώνω κάτι, όπως μια εκδήλωση ή μια ομάδα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Θα στήσουμε την τέντα στο κάμπινγκ.
    • Η εταιρεία στήθηκε πριν από δέκα χρόνια.
    • Στήσαμε μια ομάδα για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα.
    3