1. Λέξη
    σταθμεύω (ρήμα) - (παρόμοια: σταθμός - σταθώ)
  2. Συνώνυμα
    • παρκάρω
    • ακινητοποιώ
    • σταθμεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεσταθμεύω
    • αναχωρώ
    • φεύγω
    3
  4. Ορισμός
    • Τοποθετώ ένα όχημα σε μια συγκεκριμένη θέση για μια χρονική περίοδο.
    • Παρέχω χώρο στάθμευσης για όχημα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Σταθμεύω το αυτοκίνητο μου δίπλα στο σπίτι.
    • Ο δήμος παρέχει χώρους όπου μπορείς να σταθμεύσεις.
    2