Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σταθμεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
σταθμός
-
σταθώ
)
Συνώνυμα
παρκάρω
ακινητοποιώ
σταθμεύω
3
Αντώνυμα
ξεσταθμεύω
αναχωρώ
φεύγω
3
Ορισμός
Τοποθετώ ένα όχημα σε μια συγκεκριμένη θέση για μια χρονική περίοδο.
Παρέχω χώρο στάθμευσης για όχημα.
2
Παραδείγματα
Σταθμεύω το αυτοκίνητο μου δίπλα στο σπίτι.
Ο δήμος παρέχει χώρους όπου μπορείς να σταθμεύσεις.
2