Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σταθμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σταθμεύω
-
σταθερός
-
σταθώ
-
βαθμός
-
σταματημός
)
Συνώνυμα
σημείο
βάση
θέση
3
Αντώνυμα
ασταθής
απροσδιόριστος
2
Ορισμός
Το σημείο ή η θέση όπου γίνεται μια στάση ή μια διακοπή.
Η βάση ή το κριτήριο για την αξιολόγηση ή τη μέτρηση.
2
Παραδείγματα
Ο σταθμός του λεωφορείου βρίσκεται στο κέντρο της πόλης.
Αυτή η επιτυχία αποτελεί σημαντικό σταθμό στην καριέρα του.
2