1. Λέξη
    σταθμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σταθμεύω - σταθερός - σταθώ - βαθμός - σταματημός)
  2. Συνώνυμα
    • σημείο
    • βάση
    • θέση
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασταθής
    • απροσδιόριστος
    2
  4. Ορισμός
    • Το σημείο ή η θέση όπου γίνεται μια στάση ή μια διακοπή.
    • Η βάση ή το κριτήριο για την αξιολόγηση ή τη μέτρηση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο σταθμός του λεωφορείου βρίσκεται στο κέντρο της πόλης.
    • Αυτή η επιτυχία αποτελεί σημαντικό σταθμό στην καριέρα του.
    2