1. Λέξη
    σταθώ (ρήμα) - (παρόμοια: ζεσταθώ - σταθμός - σταθερά - σταλ - σταθερός - σταθμεύω)
  2. Συνώνυμα
    • σταματώ
    • ακινητοποιούμαι
    • παύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • κινούμαι
    • προχωρώ
    • συνεχίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να παύσω να κινούμαι, να μείνω ακίνητος.
    • Να βρίσκομαι σε μια συγκεκριμένη θέση ή κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Όταν είδε το φίδι, σταμάτησε αμέσως.
    • Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο και κοίταξε έξω.
    2