Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σταθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ζεσταθώ
-
σταθμός
-
σταθερά
-
σταλ
-
σταθερός
-
σταθμεύω
)
Συνώνυμα
σταματώ
ακινητοποιούμαι
παύω
3
Αντώνυμα
κινούμαι
προχωρώ
συνεχίζω
3
Ορισμός
Να παύσω να κινούμαι, να μείνω ακίνητος.
Να βρίσκομαι σε μια συγκεκριμένη θέση ή κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Όταν είδε το φίδι, σταμάτησε αμέσως.
Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο και κοίταξε έξω.
2