Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στασιαστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σχολιαστής
-
σχεδιαστής
-
βιαστής
)
Συνώνυμα
επαναστάτης
ανατρεπτικός
εξεγερμένος
3
Αντώνυμα
υπάκουος
πιστοποιημένος
συντηρητικός
3
Ορισμός
Πρόσωπο που συμμετέχει σε στάση ή εξέγερση εναντίον καθεστώτος ή εξουσίας.
Αυτός που προκαλεί αναταραχή ή ανατροπή της τάξης.
2
Παραδείγματα
Ο στασιαστής συνελήφθη μετά την αποτυχημένη εξέγερση.
Οι στασιαστές προσπάθησαν να ανατρέψουν την κυβέρνηση.
2