1. Λέξη
    στασιαστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σχολιαστής - σχεδιαστής - βιαστής)
  2. Συνώνυμα
    • επαναστάτης
    • ανατρεπτικός
    • εξεγερμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • υπάκουος
    • πιστοποιημένος
    • συντηρητικός
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που συμμετέχει σε στάση ή εξέγερση εναντίον καθεστώτος ή εξουσίας.
    • Αυτός που προκαλεί αναταραχή ή ανατροπή της τάξης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο στασιαστής συνελήφθη μετά την αποτυχημένη εξέγερση.
    • Οι στασιαστές προσπάθησαν να ανατρέψουν την κυβέρνηση.
    2