Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σχολιαστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σχεδιαστής
-
στασιαστής
-
βιαστής
-
σχολικό
-
σχολική
)
Συνώνυμα
σχολιασμένος
ερμηνευτής
κριτικός
3
Αντώνυμα
ασχολίαστος
αδιάφορος
2
Ορισμός
Πρόσωπο που κάνει σχόλια ή ερμηνεύει κείμενα, γεγονότα ή εκδηλώσεις.
Ειδικός που αναλύει και παρουσιάζει γνώμες για διάφορα θέματα.
2
Παραδείγματα
Ο σχολιαστής του αθλητικού καναλιού έδωσε μια λεπτομερή ανάλυση του αγώνα.
Ο λογοτεχνικός σχολιαστής εξέτασε τα κύρια θέματα του μυθιστορήματος.
2