1. Λέξη
    σχολιαστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σχεδιαστής - στασιαστής - βιαστής - σχολικό - σχολική)
  2. Συνώνυμα
    • σχολιασμένος
    • ερμηνευτής
    • κριτικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασχολίαστος
    • αδιάφορος
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που κάνει σχόλια ή ερμηνεύει κείμενα, γεγονότα ή εκδηλώσεις.
    • Ειδικός που αναλύει και παρουσιάζει γνώμες για διάφορα θέματα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο σχολιαστής του αθλητικού καναλιού έδωσε μια λεπτομερή ανάλυση του αγώνα.
    • Ο λογοτεχνικός σχολιαστής εξέτασε τα κύρια θέματα του μυθιστορήματος.
    2