Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σταυρώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
σταυρώνω
-
σταυρός
)
Συνώνυμα
εκτελώ
θανατώνω
σκοτώνω
3
Αντώνυμα
αφήνω
σώζω
ελευθερώνω
3
Ορισμός
να εκτελέσω κάποιον με σταύρωση, δηλαδή με το σώμα του καρφωμένο σε ξύλινο σταυρό
να υποβάλλω κάποιον σε μεγάλη ταλαιπωρία ή δοκιμασία
2
Παραδείγματα
Οι Ρωμαίοι συχνά σταύρωναν τους εχθρούς τους.
Η απώλεια του παιδιού του τον έστρωσε ψυχικά.
2