Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στείλουν (ρήμα) - (παρόμοια:
στείλε
-
στείλω
)
Συνώνυμα
εξέπεμψαν
απέστειλαν
έστειλαν
3
Αντώνυμα
έλαβαν
δέχτηκαν
πήραν
3
Ορισμός
Να στείλουν κάτι ή κάποιον σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή άτομο.
Να προωθήσουν πληροφορίες ή μηνύματα.
2
Παραδείγματα
Οι γονείς στείλαν τα παιδιά τους στο σχολείο.
Η εταιρεία στείλε το δέμα σήμερα το πρωί.
2