Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στείλε (ρήμα) - (παρόμοια:
στείλω
-
στείλουν
-
στείρα
-
στείρος
)
Συνώνυμα
αποστέλλω
διαβιβάζω
εξαποστέλλω
3
Αντώνυμα
λαμβάνω
παίρνω
2
Ορισμός
Να στέλνω κάτι σε κάποιον, να μεταβιβάζω πληροφορίες ή αντικείμενα.
Να προωθώ ή να διαδίδω μηνύματα, σήματα κ.λπ.
2
Παραδείγματα
Θα στείλω ένα γράμμα στον φίλο μου.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός στέλνει μουσική σε όλη την πόλη.
2