Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στενεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
στερεύω
-
στενός
)
Συνώνυμα
συρρικνώνομαι
περιορίζομαι
μειώνομαι
3
Αντώνυμα
διευρύνομαι
επεκτείνομαι
αυξάνομαι
3
Ορισμός
Γίνομαι πιο στενός ή περιορισμένος σε μέγεθος ή εύρος.
Βρίσκομαι σε δύσκολη οικονομική κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Ο δρόμος στενεύει καθώς προχωράμε προς την κορυφή.
Μετά την απώλεια της δουλειάς του, οικονομικά στενεύει πολύ.
2