Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στενοχωρημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
στεναχωρημένος
-
προχωρημένος
-
στενοχωρώ
-
στημένος
-
καταχωρημένος
-
στενοχωριέμαι
)
Συνώνυμα
θλιμμένος
μελαγχολικός
συναισθηματικός
3
Αντώνυμα
χαρούμενος
ευτυχισμένος
ανακουφισμένος
3
Ορισμός
Αισθάνεται λύπη ή θλίψη.
Έχει μια αίσθηση πίεσης ή στενοχώριας.
2
Παραδείγματα
Ένιωθε στενοχωρημένος μετά τη συζήτηση.
Ο καιρός τον έκανε να νιώθει στενοχωρημένος.
2