1. Συνώνυμα
    • εγγεγραμμένος
    • καταγεγραμμένος
    • εγγεγραμμένος σε μητρώο
    3
  2. Αντώνυμα
    • ακαταχώρητος
    • μη καταγεγραμμένος
    2
  3. Ορισμός
    • που έχει καταχωρηθεί σε επίσημο μητρώο ή λίστα
    • που έχει εγγραφεί σε κάποιο σύστημα ή βάση δεδομένων
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο καταχωρημένος συνδρομητής μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση σε όλα τα περιεχόμενα.
    • Η εταιρεία έχει καταχωρημένα γραφεία σε πολλές χώρες.
    2