Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταχωρημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
στεναχωρημένος
-
καταραμένος
-
καταχωρώ
-
καημένος
-
προχωρημένος
-
κατοικημένος
-
καταπιεσμένος
-
καθυστερημένος
-
στενοχωρημένος
-
καταδικασμένος
-
καμένος
-
τιμωρημένος
-
καταγεγραμμένος
)
Συνώνυμα
εγγεγραμμένος
καταγεγραμμένος
εγγεγραμμένος σε μητρώο
3
Αντώνυμα
ακαταχώρητος
μη καταγεγραμμένος
2
Ορισμός
που έχει καταχωρηθεί σε επίσημο μητρώο ή λίστα
που έχει εγγραφεί σε κάποιο σύστημα ή βάση δεδομένων
2
Παραδείγματα
Ο καταχωρημένος συνδρομητής μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση σε όλα τα περιεχόμενα.
Η εταιρεία έχει καταχωρημένα γραφεία σε πολλές χώρες.
2