1. Λέξη
    στερούμαι (ρήμα) - (παρόμοια: σταθεροποιούμαι - στεκόμαι)
  2. Συνώνυμα
    • ελλείπω
    • χάνω
    • αποτυγχάνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • έχω
    • κατέχω
    • διαθέτω
    3
  4. Ορισμός
    • Να μην έχω κάτι που χρειάζομαι ή επιθυμώ.
    • Να μην μπορώ να αποκτήσω ή να διαθέσω κάτι.
    • Να βρίσκομαι σε κατάσταση έλλειψης ή ανεπάρκειας.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Στερούμαι τα βασικά για να ζήσω.
    • Στερούμαι την αγάπη σου.
    • Στερούμαι χρόνο για να τελειώσω τη δουλειά μου.
    3