Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στερούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
σταθεροποιούμαι
-
στεκόμαι
)
Συνώνυμα
ελλείπω
χάνω
αποτυγχάνω
3
Αντώνυμα
έχω
κατέχω
διαθέτω
3
Ορισμός
Να μην έχω κάτι που χρειάζομαι ή επιθυμώ.
Να μην μπορώ να αποκτήσω ή να διαθέσω κάτι.
Να βρίσκομαι σε κατάσταση έλλειψης ή ανεπάρκειας.
3
Παραδείγματα
Στερούμαι τα βασικά για να ζήσω.
Στερούμαι την αγάπη σου.
Στερούμαι χρόνο για να τελειώσω τη δουλειά μου.
3