1. Λέξη
    στέκομαι (ρήμα) - (παρόμοια: αντιστέκομαι - στέκα - στέκι - στρέφομαι - μπλέκομαι)
  2. Συνώνυμα
    • σταματώ
    • ακινητώ
    • παραμένω
    3
  3. Αντώνυμα
    • κινούμαι
    • προχωρώ
    • πηγαίνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να μην κινούμαι, να παραμένω ακίνητος.
    • Να σταματώ μια ενέργεια ή μια διαδικασία.
    • Να βρίσκομαι σε μια συγκεκριμένη θέση ή κατάσταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Στέκομαι στην ουρά για να αγοράσω εισιτήρια.
    • Στέκομαι στο παράθυρο και βλέπω τον δρόμο.
    • Στέκομαι ακίνητος μπροστά στην ανακοίνωση.
    3