Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σταθεροποιούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
σταθεροποιώ
-
σταθεροποιητής
-
ειδοποιούμαι
-
στερούμαι
-
ταυτοποιούμαι
-
τακτοποιούμαι
-
ικανοποιούμαι
)
Συνώνυμα
εδραιώνομαι
σταθεροποιώ
εμπεδώνομαι
3
Αντώνυμα
ασταθής
ασταθίζω
αναστατώνω
3
Ορισμός
Γίνομαι σταθερός ή πιο σταθερός.
Επιτυγχάνω μια σταθερή κατάσταση.
Εξασφαλίζω τη σταθερότητα σε κάτι.
3
Παραδείγματα
Μετά από πολλές προσπάθειες, η εταιρεία σταθεροποιήθηκε οικονομικά.
Ο καιρός φαίνεται να σταθεροποιείται μετά από τις βροχές.
Μετά από χρόνια ταξίδια, αποφάσισε να σταθεροποιηθεί σε μια μόνιμη κατοικία.
3