Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στερεότυπο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στερεό
-
στερεός
-
στερεύω
-
στιγμιότυπο
)
Συνώνυμα
κλισέ
συμβατικότητα
τετριμμένο
3
Αντώνυμα
πρωτοτυπία
αυθεντικότητα
καινοτομία
3
Ορισμός
Ένα ευρέως αποδεκτό αλλά συχνά απλοποιημένο ή γενικευμένο σχέδιο ή ιδέα για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή πράγμα.
Μια προκατειλημμένη ή υπερβολικά απλοποιημένη αντίληψη που εφαρμόζεται σε ολόκληρες ομάδες ανθρώπων ή πραγμάτων.
2
Παραδείγματα
Το στερεότυπο ότι οι γυναίκες δεν είναι καλές στα μαθηματικά είναι εντελώς λανθασμένο.
Οι ταινίες συχνά ενισχύουν στερεότυπα για διάφορες κοινωνικές ομάδες.
2