Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στοιχίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
στοιχηματίζω
-
στοιχείο
-
σχίζω
-
συστοιχία
)
Συνώνυμα
κοστίζω
επιβαρύνω
επιβαρύνω
3
Αντώνυμα
ανακουφίζω
ελαφρύνω
2
Ορισμός
να κοστίζει ένα συγκεκριμένο ποσό χρημάτων
να επιφέρει οικονομική επιβάρυνση
να έχει ως συνέπεια την καταβολή χρημάτων
3
Παραδείγματα
Το νέο αυτοκίνητο στοιχίζει πάνω από 20.000 ευρώ.
Η επισκευή του σπιτιού μας στοιχίζει πολλά χρήματα.
2