1. Λέξη
    στοιχίζω (ρήμα) - (παρόμοια: στοιχηματίζω - στοιχείο - σχίζω - συστοιχία)
  2. Συνώνυμα
    • κοστίζω
    • επιβαρύνω
    • επιβαρύνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανακουφίζω
    • ελαφρύνω
    2
  4. Ορισμός
    • να κοστίζει ένα συγκεκριμένο ποσό χρημάτων
    • να επιφέρει οικονομική επιβάρυνση
    • να έχει ως συνέπεια την καταβολή χρημάτων
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το νέο αυτοκίνητο στοιχίζει πάνω από 20.000 ευρώ.
    • Η επισκευή του σπιτιού μας στοιχίζει πολλά χρήματα.
    2