Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σχίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
διασχίζω
-
στοιχίζω
-
συνεχίζω
)
Συνώνυμα
κόβω
διαιρώ
χωρίζω
σπάω
4
Αντώνυμα
ενώνω
συγχωνεύω
συνδέω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να χωριστεί σε δύο ή περισσότερα μέρη με βίαιη ή αιχμηρή κίνηση.
Διαιρώ ή αποσπώ κάτι που ήταν ενωμένο.
Προκαλώ ρήξη ή διαίρεση σε μια ομάδα ή σχέση.
3
Παραδείγματα
Ο ξυλουργός σχίζει το ξύλο με τσεκούρι.
Η διαφωνία σχίζει την οικογένεια στα δύο.
Ο κεραυνός σχίζει τον ουρανό κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.
3