1. Λέξη
    σχίζω (ρήμα) - (παρόμοια: διασχίζω - στοιχίζω - συνεχίζω)
  2. Συνώνυμα
    • κόβω
    • διαιρώ
    • χωρίζω
    • σπάω
    4
  3. Αντώνυμα
    • ενώνω
    • συγχωνεύω
    • συνδέω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να χωριστεί σε δύο ή περισσότερα μέρη με βίαιη ή αιχμηρή κίνηση.
    • Διαιρώ ή αποσπώ κάτι που ήταν ενωμένο.
    • Προκαλώ ρήξη ή διαίρεση σε μια ομάδα ή σχέση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ξυλουργός σχίζει το ξύλο με τσεκούρι.
    • Η διαφωνία σχίζει την οικογένεια στα δύο.
    • Ο κεραυνός σχίζει τον ουρανό κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.
    3