1. Λέξη
    στοργή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: στορμ - στοργικός)
  2. Συνώνυμα
    • αγάπη
    • τenderness
    • αffection
    • στοργικότητα
    4
  3. Αντώνυμα
    • απάθεια
    • ψυχρότητα
    • αδιαφορία
    3
  4. Ορισμός
    • Η αγάπη και η τρυφερότητα που εκδηλώνεται κυρίως μεταξύ μελών της ίδιας οικογένειας.
    • Το φυσικό συναίσθημα αγάπης και προστασίας που νιώθουν οι γονείς για τα παιδιά τους.
    • Η εγκάρδια και θερμή συμπάθεια που χαρακτηρίζει τις στενές σχέσεις.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η στοργή της μητέρας για το παιδί της είναι απεριόριστη.
    • Οι δύο αδελφές έδειχναν μεγάλη στοργή η μια προς την άλλη.
    • Η στοργή μεταξύ των μελών της οικογένειας είναι ουσιαστική για την ψυχική τους ευημερία.
    3