Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στρίψω (ρήμα) - (παρόμοια:
στρίψιμο
-
στρέψω
-
στρίβω
-
στρίπερ
)
Συνώνυμα
γυρίζω
περιστρέφω
στροβιλίζω
3
Αντώνυμα
σταθεροποιώ
ακινητοποιώ
2
Ορισμός
να κάνω κάτι να κινηθεί γύρω από τον άξονά του
να αλλάξω την κατεύθυνση ή τη θέση κάποιου ή κάτι
να μεταβάλλω την πορεία ή την κατάσταση
3
Παραδείγματα
Πρέπει να στρίψεις το κλειδί για να ανοίξει η πόρτα.
Στρίψε αριστερά στο επόμενο σταυροδρόμι.
Η ζωή μου στράφηκε ανάποδα μετά το ατύχημα.
3