1. Λέξη
    στρίψω (ρήμα) - (παρόμοια: στρίψιμο - στρέψω - στρίβω - στρίπερ)
  2. Συνώνυμα
    • γυρίζω
    • περιστρέφω
    • στροβιλίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταθεροποιώ
    • ακινητοποιώ
    2
  4. Ορισμός
    • να κάνω κάτι να κινηθεί γύρω από τον άξονά του
    • να αλλάξω την κατεύθυνση ή τη θέση κάποιου ή κάτι
    • να μεταβάλλω την πορεία ή την κατάσταση
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να στρίψεις το κλειδί για να ανοίξει η πόρτα.
    • Στρίψε αριστερά στο επόμενο σταυροδρόμι.
    • Η ζωή μου στράφηκε ανάποδα μετά το ατύχημα.
    3