Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στρώση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στρώμα
-
στρώνω
)
Συνώνυμα
επιφάνεια
επίστρωση
στρωματοποίηση
3
Αντώνυμα
αστρωσιά
ανομοιομορφία
2
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της τοποθέτησης ενός υλικού σε μια επιφάνεια για να καλύψει ή να προστατεύσει.
Η διαδοχική διάταξη υλικών σε στρώματα.
2
Παραδείγματα
Η στρώση του δρόμου με άσφαλτο βελτίωσε την οδική κυκλοφορία.
Η γεωλογική στρώση αποκαλύπτει την ιστορία της Γης.
2