1. Συνώνυμα
    • ξεστρώνω
    • απλώνω
    • στρωματώνω
    3
  2. Αντώνυμα
    • μαζεύω
    • τσαλαβουτώ
    • συρρικνώνω
    3
  3. Ορισμός
    • Εκτελώ την ενέργεια του να απλώνω κάτι, συνήθως ύφασμα ή υλικό, πάνω σε μια επιφάνεια.
    • Προετοιμάζω ένα κρεβάτι ή άλλο χώρο για ύπνο ή ξεκούραση.
    • Καλύπτω μια επιφάνεια με κάποιο υλικό για λόγους προστασίας ή αισθητικής.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Πρέπει να στρώσεις το τραπέζι πριν φτάσουν οι καλεσμένοι.
    • Η γιαγιά στρώνει το κρεβάτι κάθε πρωί με μεγάλη προσοχή.
    • Οι εργάτες στρώνουν το πάτωμα με νέα πλακάκια.
    3