Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στρώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
στραβώνω
-
σταυρώνω
-
στρώμα
-
σαρώνω
-
στρώση
-
φυτρώνω
-
σκαρώνω
-
συγκεντρώνω
)
Συνώνυμα
ξεστρώνω
απλώνω
στρωματώνω
3
Αντώνυμα
μαζεύω
τσαλαβουτώ
συρρικνώνω
3
Ορισμός
Εκτελώ την ενέργεια του να απλώνω κάτι, συνήθως ύφασμα ή υλικό, πάνω σε μια επιφάνεια.
Προετοιμάζω ένα κρεβάτι ή άλλο χώρο για ύπνο ή ξεκούραση.
Καλύπτω μια επιφάνεια με κάποιο υλικό για λόγους προστασίας ή αισθητικής.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να στρώσεις το τραπέζι πριν φτάσουν οι καλεσμένοι.
Η γιαγιά στρώνει το κρεβάτι κάθε πρωί με μεγάλη προσοχή.
Οι εργάτες στρώνουν το πάτωμα με νέα πλακάκια.
3