1. Λέξη
    στρώμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: στρώση - στρώνω - στρέμμα)
  2. Συνώνυμα
    • επίπεδο
    • στιβάδα
    • φύλλο
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανομοιογένεια
    • ασυνέχεια
    2
  4. Ορισμός
    • Μια επίπεδη επιφάνεια που σχηματίζεται από τη συσσώρευση ή τη διάταξη υλικών σε οριζόντιες σειρές.
    • Μια ομάδα ανθρώπων ή πραγμάτων που μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά ή κατατάσσονται μαζί.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το στρώμα του εδάφους περιέχει πολλά θρεπτικά συστατικά.
    • Η κοινωνία αποτελείται από διάφορα κοινωνικά στρώματα.
    2