Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στρώμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στρώση
-
στρώνω
-
στρέμμα
)
Συνώνυμα
επίπεδο
στιβάδα
φύλλο
3
Αντώνυμα
ανομοιογένεια
ασυνέχεια
2
Ορισμός
Μια επίπεδη επιφάνεια που σχηματίζεται από τη συσσώρευση ή τη διάταξη υλικών σε οριζόντιες σειρές.
Μια ομάδα ανθρώπων ή πραγμάτων που μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά ή κατατάσσονται μαζί.
2
Παραδείγματα
Το στρώμα του εδάφους περιέχει πολλά θρεπτικά συστατικά.
Η κοινωνία αποτελείται από διάφορα κοινωνικά στρώματα.
2