1. Λέξη
    συγκίνηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κίνηση - συγκράτηση - εκκίνηση - συγκατοίκηση)
  2. Συνώνυμα
    • συναίσθημα
    • συγκινητικότητα
    • συναισθηματική αναταραχή
    3
  3. Αντώνυμα
    • απάθεια
    • αδράνεια
    • ψυχρότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η έντονη συναισθηματική αντίδραση που προκαλείται από κάτι συγκινητικό ή συναισθηματικά φορτισμένο.
    • Η κατάσταση της ψυχικής αναταραχής ή έντονης συναισθηματικής διέγερσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η συγκίνηση της μητέρας ήταν μεγάλη όταν είδε το παιδί της να αποφοιτά.
    • Η ταινία προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση στο κοινό.
    2