Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συγκίνηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κίνηση
-
συγκράτηση
-
εκκίνηση
-
συγκατοίκηση
)
Συνώνυμα
συναίσθημα
συγκινητικότητα
συναισθηματική αναταραχή
3
Αντώνυμα
απάθεια
αδράνεια
ψυχρότητα
3
Ορισμός
Η έντονη συναισθηματική αντίδραση που προκαλείται από κάτι συγκινητικό ή συναισθηματικά φορτισμένο.
Η κατάσταση της ψυχικής αναταραχής ή έντονης συναισθηματικής διέγερσης.
2
Παραδείγματα
Η συγκίνηση της μητέρας ήταν μεγάλη όταν είδε το παιδί της να αποφοιτά.
Η ταινία προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση στο κοινό.
2