1. Λέξη
    συγκράτηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αυτοσυγκράτηση - κράτηση - συγκίνηση)
  2. Συνώνυμα
    • εγκράτεια
    • αυτοσυγκράτηση
    • προσοχή
    • συγκρατημένη συμπεριφορά
    4
  3. Αντώνυμα
    • απροσεξία
    • αυθαιρεσία
    • απερισκεψία
    • ασυγκρατοσύνη
    4
  4. Ορισμός
    • Η ικανότητα να ελέγχει κανείς τα συναισθήματα ή τις πράξεις του.
    • Η πράξη του να περιορίζει κανείς την έκφραση των συναισθημάτων ή των επιθυμιών του.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η συγκράτησή του σε δύσκολες στιγμές ήταν αξιοθαύμαστη.
    • Έδειξε μεγάλη συγκράτηση και δεν απάντησε στις προσβολές.
    2