Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συγκράτηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αυτοσυγκράτηση
-
κράτηση
-
συγκίνηση
)
Συνώνυμα
εγκράτεια
αυτοσυγκράτηση
προσοχή
συγκρατημένη συμπεριφορά
4
Αντώνυμα
απροσεξία
αυθαιρεσία
απερισκεψία
ασυγκρατοσύνη
4
Ορισμός
Η ικανότητα να ελέγχει κανείς τα συναισθήματα ή τις πράξεις του.
Η πράξη του να περιορίζει κανείς την έκφραση των συναισθημάτων ή των επιθυμιών του.
2
Παραδείγματα
Η συγκράτησή του σε δύσκολες στιγμές ήταν αξιοθαύμαστη.
Έδειξε μεγάλη συγκράτηση και δεν απάντησε στις προσβολές.
2