Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συγκατοίκηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συγκατάθεση
-
συγκίνηση
)
Συνώνυμα
συνύπαρξη
κοινή διαβίωση
κοινή κατοικία
3
Αντώνυμα
μοναχική διαβίωση
απομόνωση
2
Ορισμός
Η διαβίωση δύο ή περισσότερων ατόμων στο ίδιο σπίτι ή χώρο.
Η συνύπαρξη χωρίς γάμο, ιδιαίτερα μεταξύ ερωτικών συντρόφων.
2
Παραδείγματα
Η συγκατοίκηση των φοιτητών σε ένα διαμέρισμα βοηθά στη μείωση των εξόδων.
Πριν από τον γάμο, αποφάσισαν να δοκιμάσουν τη συγκατοίκηση για να δουν αν ταιριάζουν.
2