Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συγκατάθεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κατάθεση
-
συγκατοίκηση
)
Συνώνυμα
συμφωνία
συναίνεση
συμβιβασμός
3
Αντώνυμα
διαφωνία
αντίθεση
άρνηση
3
Ορισμός
Η πράξη του να συμφωνεί κάποιος με μια πρόταση ή μια ενέργεια.
Η έγκριση ή η αποδοχή μιας ιδέας ή ενός σχεδίου.
2
Παραδείγματα
Η συγκατάθεση του διοικητικού συμβουλίου ήταν απαραίτητη για την έγκριση του προϋπολογισμού.
Χωρίς τη συγκατάθεσή σου, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε.
2