1. Λέξη
    συγκατάθεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κατάθεση - συγκατοίκηση)
  2. Συνώνυμα
    • συμφωνία
    • συναίνεση
    • συμβιβασμός
    3
  3. Αντώνυμα
    • διαφωνία
    • αντίθεση
    • άρνηση
    3
  4. Ορισμός
    • Η πράξη του να συμφωνεί κάποιος με μια πρόταση ή μια ενέργεια.
    • Η έγκριση ή η αποδοχή μιας ιδέας ή ενός σχεδίου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η συγκατάθεση του διοικητικού συμβουλίου ήταν απαραίτητη για την έγκριση του προϋπολογισμού.
    • Χωρίς τη συγκατάθεσή σου, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε.
    2