Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συγκινώ (ρήμα) - (παρόμοια:
συγκινούμαι
-
συγκινητικός
-
συγκινημένος
)
Συνώνυμα
επαίρνω
συναισθάνομαι
εμβαθύνω
3
Αντώνυμα
αδιαφορώ
αψυχολόγητος
2
Ορισμός
Προκαλώ συγκίνηση ή συναίσθημα σε κάποιον.
Ενεργοποιώ τα συναισθήματα κάποιου.
2
Παραδείγματα
Η ομιλία του συγκίνησε όλους τους παρευρισκόμενους.
Οι λόγοι της μητέρας της την συγκίνησαν βαθιά.
2