Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συγκινούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
κινούμαι
-
συγκινώ
-
μετακινούμαι
)
Συνώνυμα
συναισθάνομαι
εξάπτομαι
συγκλονίζομαι
3
Αντώνυμα
αδιαφορώ
παραμένω ατάραχος
αμέλω
3
Ορισμός
Νιώθω έντονα συναισθήματα, συνήθως λόγω μιας συγκινητικής εμπειρίας.
Επηρεάζομαι βαθιά από κάτι που με αγγίζει συναισθηματικά.
2
Παραδείγματα
Συγκινήθηκα πολύ όταν είδα την παράσταση.
Η ομιλία του δασκάλου μου συγκίνησε όλους τους μαθητές.
2