1. Λέξη
    συγκινούμαι (ρήμα) - (παρόμοια: κινούμαι - συγκινώ - μετακινούμαι)
  2. Συνώνυμα
    • συναισθάνομαι
    • εξάπτομαι
    • συγκλονίζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδιαφορώ
    • παραμένω ατάραχος
    • αμέλω
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω έντονα συναισθήματα, συνήθως λόγω μιας συγκινητικής εμπειρίας.
    • Επηρεάζομαι βαθιά από κάτι που με αγγίζει συναισθηματικά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Συγκινήθηκα πολύ όταν είδα την παράσταση.
    • Η ομιλία του δασκάλου μου συγκίνησε όλους τους μαθητές.
    2