Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συγκινημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
συγκρατημένος
-
συγκεκριμένος
-
συγκλονισμένος
-
συγκεντρωμένος
-
συγκινώ
-
συγχυσμένος
-
στημένος
-
συγκινητικός
-
συγχωρεμένος
)
Συνώνυμα
συναισθηματικός
επαίσθητος
ευσυγκίνητος
3
Αντώνυμα
αδιάφορος
απαθής
ψυχρός
3
Ορισμός
Εκείνος που βιώνει έντονα συναισθήματα ή επηρεάζεται βαθιά από κάτι.
Εκείνος που δείχνει ευαισθησία και συμπόνια.
2
Παραδείγματα
Ήταν συγκινημένος από την ευγενική χειρονομία του φίλου του.
Οι λόγοι του ήταν τόσο ειλικρινείς που άφησαν όλους συγκινημένους.
2