Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συγκρατώ (ρήμα) - (παρόμοια:
συγκρατημένος
-
συγκριθώ
-
συγκρίνω
-
κρατώ
)
Συνώνυμα
ελέγχω
κρατάω
κατευνάζω
περιορίζω
4
Αντώνυμα
αφήνω
ελευθερώνω
ξεσπώ
απολύω
4
Ορισμός
Να διατηρώ κάτι υπό έλεγχο ή να το περιορίζω.
Να καταφέρνω να μην εκφράσω έντονα τα συναισθήματά μου.
Να συγκεντρώνω ή να συλλέγω κάτι.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να συγκρατήσεις τον θυμό σου.
Ο δάσκαλος συγκράτησε την τάξη με αυστηρότητα.
Η λίμνη συγκρατεί μεγάλη ποσότητα νερού.
3