1. Λέξη
    συγκρατώ (ρήμα) - (παρόμοια: συγκρατημένος - συγκριθώ - συγκρίνω - κρατώ)
  2. Συνώνυμα
    • ελέγχω
    • κρατάω
    • κατευνάζω
    • περιορίζω
    4
  3. Αντώνυμα
    • αφήνω
    • ελευθερώνω
    • ξεσπώ
    • απολύω
    4
  4. Ορισμός
    • Να διατηρώ κάτι υπό έλεγχο ή να το περιορίζω.
    • Να καταφέρνω να μην εκφράσω έντονα τα συναισθήματά μου.
    • Να συγκεντρώνω ή να συλλέγω κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να συγκρατήσεις τον θυμό σου.
    • Ο δάσκαλος συγκράτησε την τάξη με αυστηρότητα.
    • Η λίμνη συγκρατεί μεγάλη ποσότητα νερού.
    3