Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συγκριθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
συγκριτικός
-
συγκρίνω
-
συγκρατώ
-
κριθώ
)
Συνώνυμα
παραβληθώ
συγκριθώ
αντιπαραβληθώ
3
Αντώνυμα
διαχωρίζομαι
ξεχωρίζω
2
Ορισμός
Να συγκριθεί κάτι με κάτι άλλο για να διαπιστωθούν οι ομοιότητες ή οι διαφορές.
Να εξεταστεί σε σχέση με κάτι άλλο για να γίνει μια αξιολόγηση.
2
Παραδείγματα
Οι δύο υποψήφιοι θα συγκριθούν με βάση τις ικανότητές τους.
Η απόδοση της νέας τεχνολογίας μπορεί να συγκριθεί με την παλιά.
2