1. Λέξη
    συγκριθώ (ρήμα) - (παρόμοια: συγκριτικός - συγκρίνω - συγκρατώ - κριθώ)
  2. Συνώνυμα
    • παραβληθώ
    • συγκριθώ
    • αντιπαραβληθώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • διαχωρίζομαι
    • ξεχωρίζω
    2
  4. Ορισμός
    • Να συγκριθεί κάτι με κάτι άλλο για να διαπιστωθούν οι ομοιότητες ή οι διαφορές.
    • Να εξεταστεί σε σχέση με κάτι άλλο για να γίνει μια αξιολόγηση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι δύο υποψήφιοι θα συγκριθούν με βάση τις ικανότητές τους.
    • Η απόδοση της νέας τεχνολογίας μπορεί να συγκριθεί με την παλιά.
    2